Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

"Παίζοντας κρυφτό με την καταιγίδα", Γρατσία Ειρήνη


"Παίζοντας κρυφτό με την καταιγίδα"
Γρατσία Ειρήνη

Ο ήχος μιας γλυκιάς μελωδίας που νανουρίζει τα μωρά τη νύχτα και γαληνεύει τη θάλασσα και το οργισμένο πνεύμα είναι το ακριβώς αντίθετο των θορύβων που έχουν κατακλύσει την στενή έρημη υπόγεια σπηλιά. Τα βαριά τοιχώματά της γίνονται ακόμα πιο αποπνικτικά με την καταιγίδα που σφυρίζει, εξαπολύοντας κεραυνούς και μπουμπουνητά ικανά να κυριεύσουν τον κόσμο και ύστερα να τον εξαφανίσουν. Οι αστραπές αυτές είναι το μόνο φως που καταφέρνει να εισχωρήσει στο φυσικό και τρωτό καταφύγιο. Δεν χρειαζόμουν τα ελάχιστα, τρομαχτικά δευτερόλεπτα της κάτασπρης λάμψης, για να αντιληφθώ την εισβολή της καταιγίδας μέσα. Οι γυμνές μου πατούσες περιτριγυρίστηκαν από το κρύο νερό, του οποίου η στάθμη ανεβαίνει τόσο γρήγορα, όσο μια ζωή μπορεί να καταρρεύσει.
Μπορεί να έχει φτάσει στο ύψος της μέσης μου, αλλά δεν υπάρχει περίπτωση να εγκαταλείψω την σπηλιά. Κρύβομαι από την καταιγίδα όλη μου τη ζωή και το ήξερα ότι αυτό είναι το τέλος και το έχω αποδεχτεί και αγκαλιάσει. Από πάντα ένιωθα ότι με ακολουθεί παντού και η ώρα που θα με πρόφταινε δεν ήταν μακριά. Ξεφυσάω ανακουφισμένη. Δεν μπορώ να πιστέψω ότι υπάρχει μεγαλύτερη προσμονή για κάτι άλλο από αυτό που θα σου χαρίσει την μόνη διέξοδο από την δειλία, την εξάντληση και τη μοναξιά. Διότι αυτά είναι που αισθάνομαι τα περισσότερα χρόνια που ζω, αν θα μπορούσα κάπως να το περιγράψω, γιατί στην πραγματικότητα αυτό που νιώθω… αυτό που νιώθω… δεν μπορώ να το περιγράψω. Εκτεθειμένη στο κρύο, γυμνή στην κορυφή ενός βουνού. Ντροπή, διαφάνεια. Ευάλωτη και μόνη. Απεγνωσμένη ανάγκη για μία αγκαλιά και ταυτόχρονα απέχθεια για οποιουδήποτε είδους άγγιγμα. Νεκρή.
Αυτό το ατέρμονο κενό που με πνίγει αργά και βασανιστικά θα γεμίσει με το βρόχινο νερό του θανάτου για κάποιους, της απελευθέρωσης για εμένα.
Η στιγμιαία έκρηξη λάμψης με πιάνει με το κεφάλι μου στραμμένο στη λίμνη που με αγκαλιάζει. Η αντανάκλαση του προσώπου μου κάνει τη σύντομη εμφάνισή της και μετά φεύγει μαζί με την ανίσχυρη και παρόλα αυτά ισχυρότατη αστραπή. Τα βαθιά γερασμένα αυλάκια σε όλο μου το δέρμα, η σαπισμένη του όψη. Τη φωτισμένη καταραμένη όψη του. Τις οβίδες που σκάνε εκκωφαντικά και εκσφενδονίζουν τα θραύσματά τους, τα οποία πετυχαίνουν τον στόχο τους και καταφέρνουν να ανοίξουν πολλές πληγές, αποτυγχάνοντας όμως στον ύψιστο στόχο τους. Χρόνια τώρα αποτυγχάνουν και πονάει. Την ξέρω αυτή τη μάχη των στρατιωτών που κρύβονται σε αυτά τα λαγούμια πολύ καλά, και αν για κάτι είμαι βέβαιη είναι ότι πολιορκούνται. Ο πολιορκητής, όμως, έχει φύγει πολύ καιρό τώρα από εκεί.
Μία πολιορκία χωρίς πολιορκητή. Μόνο με πολιορκούμενο.
Ο λεπτός καταρράκτης που εξοπλίζει την σπηλιά μου κάνει έναν παφλασμό σαν βουτιά από βράχια. Η πρώτη μου σκέψη είναι ότι κάτι υποχωρεί στη δύναμη της ανελέητης καταιγίδας, όμως η ησυχία μου διαταράσσεται, όταν συνειδητοποιώ ότι ακούω ένα σύριγμα μέσα στο νερό να το παραμελεί, καθώς μετακινείται μέσα σε αυτό. Μυρίζω την ανθρώπινη φύση του, αισθάνομαι αμέσως την απειλή. Σαν τότε που ήξερα ότι κάτι ήταν λάθος, γιατί θα έπρεπε να μπορώ να κρατήσω τα μάτια μου ανοιχτά και να μπορώ να κουνήσω τα παραλυμένα μου άκρα.
“Μην με πλησιάζεις!” γρυλίζω μέσα στα σκοτάδια. Πρόδωσα την παρουσία μου, αλλά ο εισβολέας σταματάει να κουνά τα νερά.
“Δεν θέλω να σε βλάψω” μιλάει μία φωνή της οποίας η αδυναμία την κάνει να φαίνεται ότι ανήκει σε ένα μικρό κορίτσι όχι μεγαλύτερο από μία δεκαετία. Κάποιοι θα έλεγαν ότι με τόσα χρόνια που έχουν περάσει θυμούνται αμυδρά τα παιδικά τους χρόνια, όμως δεν είμαι τόσο τυχερή, για να ισχυριστώ το ίδιο. Τα θυμάμαι και δεν τα νοσταλγώ. Δεν έχω ούτε μία ανάμνηση στην οποία να θέλω να επιστρέψω και που να μην με κάνει να αναγουλιάσω. Κάποια γεγονότα εκτός από το μέλλον επηρεάζουν το ίδιο εύκολα και το παρελθόν.
“Βγες έξω!” Οι οβίδες γίνονται πιο πολλές, πιο δυνατές πιο αιμοβόρες.
“Πρέπει να κρυφτώ. Με κυνηγούν και πρέπει κάπου να κρυφτώ, μέχρι να μπορέσω να το σκάσω ξανά”, με παρακαλεί η παιδική φωνή. Διαισθάνομαι θυμό και κούραση και απόγνωση. “Αυτή η καταραμένη καταιγίδα!” Ένα κουβάρι σκοταδιού.
“Δεν μπορείς να μείνεις, γιατί εδώ είναι το μέρος που εγώ κρύβομαι και αν βρουν εσένα, τότε θα βρουν και εμένα”, επιμένω. Κανείς δεν είναι ευπρόσδεκτος ούτε στη σπηλιά ούτε στις τελευταίες μου στιγμές, γιατί δεν θέλω να τις εμποδίσει.
Ξαφνικά η αστραπή χτυπά ξανά και τα βλέμματά μας συναντιούνται. Δεν περίμενα ότι θα αντικρίσω στα αλήθεια ένα παιδί. Το νερό είναι μέχρι τους πρόποδες του λαιμού της, έτοιμο να γίνει θηλιά γύρω από αυτό, τα μαλλιά της σκούρα και βρεγμένα, μακριά μου και κοντά μου, με την πλάτη κολλημένη στα τοιχώματα. Και τα μάτια της. Γκρίζα. Ο τρόπος που με κοιτούν. Νιώθω και ξέρω τι θα συμβεί σε αυτά τα μάτια. Η δύνη που στροβιλίζει μέσα τους θα τα καταπιεί όλα. Όλα.
Η επιθετικότητα στον τόνο μου διαλύεται. Είναι μόνο ένα μικρό κορίτσι. Δεν είναι απειλή, κι όμως εδώ που έχει βρεθεί όλα γύρω την απειλούν. “Πρέπει να φύγεις. Δεν μπορείς να είσαι εδώ!” σχεδόν της φωνάζω ανήσυχα. Ενίσταται, αλλά αμέσως παρεμβαίνω. “Όχι! Δεν καταλαβαίνεις! Θα πεθάνεις εδώ μέσα! Πρέπει να βγεις γρήγορα από τη σπηλιά!”
“Κατάλαβα πολύ καλά” μου λέει πιο ήρεμη από τότε που μπήκε. Το μυαλό μου δουλεύει γρήγορα. Προσπαθώ να σκεφτώ πώς θα μπορέσει να προλάβει να σωθεί από αυτή τη σπηλιά. Και οι δύο, για να μπούμε, κατρακυλήσαμε εκεί που τώρα είναι η είσοδος του νερού και τρέχει ο προσωρινός καταρράκτης, και αν και θυμάμαι αυτή η κατρακύλα να είναι μεγάλη και επίπονη, το ύψος δεν είναι απαγορευτικό. Αλλά το κορίτσι είναι μικρόσωμο και τώρα με τον καταρράκτη, ακόμα και ένας ενήλικας πρέπει να είναι πολύ αποφασισμένος, για να βρει τα σωστά πατήματα, πόσο μάλλον να μπορέσει να κρατηθεί. Δεν έχει σημασία. Πρέπει να προσπαθήσει.
“Προσπάθησε να σκαρφαλώσεις πάλι πάνω!” της φωνάζω και οι βροντές χορεύουν στην ένταση της φωνής μου.
“Όχι! Δεν πηγαίνω πάλι πίσω. Δεν είμαι χαζή. Ξέρω ακριβώς τι θα ακολουθήσει και δεν θα μπορούσα να το θέλω περισσότερο!” φωνάζει με τη σειρά της οργισμένη. Είμαι σοκαρισμένη που μία τέτοια παιδική φωνή εκφράζει αυτήν την επιθυμία και κλαίει και ωρύεται, επειδή θέλει να πεθάνει. Αν και μάλλον δεν θα έπρεπε.
“Γιατί όχι; Δεν θέλεις στα αλήθεια να πεθάνεις. Σκαρφάλωσε! Μην καθυστερείς! Μην σπαταλήσεις τη ζωή σου!”
“Μισώ τη ζωή μου!” ουρλιάζει τόσο δυνατά που ο λαιμός της γδέρνεται και σαν να συγχρονίστηκε η καταιγίδα μαζί της, ξεκίνησε μία σειρά από ασταμάτητους κεραυνούς, ισχυρούς να κάνουν και τον πιο μικρό μυ στο σώμα μου να σφιχτεί. “Έχω βαρεθεί να φοβάμαι! Έχω βαρεθεί να νιώθω ότι με κυνηγούν και ότι πουθενά δεν είμαι ασφαλής, γιατί θα μου επιτεθούν αρπακτικά! Έχω βαρεθεί να κλαίω, επειδή φοβάμαι!”
“Η μαμά μου συνήθιζε να λέει ότι ο φόβος και τα δάκρυα είναι σημαντική παράμετρος για τη ζωή, γιατί χωρίς δάκρυα δεν θα είχαμε ελπίδα” συλλογίζομαι. Αγαπούσα τη μαμά μου, αλλά πέθανε και με άφησε μόνη μου σε έναν κόσμο τεράτων. Και κάποια από αυτά κρύβονται κάτω από τα κρεβάτια. Είναι τρομαχτικά. Ειδικότερα, αν είσαι ο μόνος που τα βλέπει, γιατί οι άλλοι δεν σε πιστεύουν.
“Αυτό είναι περίεργο. Και η δική μου η μαμά έλεγε κάτι παρόμοιο” μονολογεί λιγότερο φουντωμένο το κορίτσι. Η αναφορά στις μητέρες μας κατεύνασε την καταιγίδα στο εσωτερικό της σπηλιάς.
Το μόνο που μπορώ να σκεφτώ είναι πόσο κρίμα είναι για το μικρό αυτό παιδί να καταδικάζει τον εαυτό του σε αυτό το τέλος. Είμαι απογοητευμένη, γιατί πραγματικά πίστευα ότι μπορώ να την πείσω. Η θέση, όμως, και η απόφασή που έχω πάρει η ίδια για τον δικό μου εαυτό δεν ευνοούσε και πολύ την προσπάθειά μου.
Λίγη ώρα αργότερα και ενώ έχω επιστρέψει την προσοχή μου στην ανακούφιση που η εξοντωτική μου αιώρηση στο κενό θα έρθει στο τέλος της, σχεδόν ξεχνώντας το παιδί που περιμένει να ακολουθήσει ευλαβικά το δικό μου μονοπάτι, ακούω ξανά τη φωνή της. Ο μόνος λόγος που θα ήθελα να μην μιλάει είναι επειδή μου θυμίζει την αποτυχία, αφού συνεχίζει να είναι εκεί και να πνίγεται.
“Πόσο χρονών είσαι;” με ρωτάει. Η φωνή της ταιριάζει όσο ποτέ με παιδιού.
“Δεν είμαι σίγουρη”, της απαντάω με ειλικρίνεια. Χάνεις το μέτρημα του χρόνου σε ένα μέρος σαν και αυτό. “Εσύ;”
“Εννιά” απαντάει με αδιαφορία. Είναι τόσο ήρεμη και ανακουφισμένη που μοιάζει να μην θέλει να το χαλάσει αυτό, μιλώντας για τον εαυτό της. “Εσύ, γιατί δεν φεύγεις; Αφού ξέρεις ότι θα πεθάνουμε”
Εύλογη η απορία της. Φοβόμουν μην ρωτήσει προηγουμένως που πάλευα να την πείσω, αλλά αφού απέτυχα… Ωστόσο, και εγώ όπως και εκείνη δεν θέλω να περάσω τις τελευταίες μου στιγμές βαθαίνοντας στις αγιάτρευτες επώδυνες πληγές εξαιτίας των οποίων έχω καταλήξει εδώ που έχω καταλήξει. “Είμαι εδώ υπερβολικά πολύ καιρό, για να μπορέσω να φύγω”, της απαντάω, νιώθοντας τα βρύα που έχουν φυτρώσει στα πόδια μου να με δένουν όλο και πιο σφιχτά με αυτά που υπάρχουν στα τοιχώματα, κάνοντάς με ένα μαζί τους. Κομμάτι της σπηλιάς. Το σαπισμένο και σκασμένο δέρμα μου, τα χαρακώματα και η εξελισσόμενη πολιορκία στο πρόσωπό μου. Απορώ πώς δεν τρόμαξε, όταν με αντίκρισε. “Εννιά…”
“Δεν έχει σημασία πια” λέει και καταλαβαίνω τι εννοεί. Είναι ήδη αργά. Μπορεί να μην μπορώ να τη δω καθαρά, αλλά νιώθω το νερό κοντά στο στέρνο μου, γεγονός που μόνο ένα πράγμα σημαίνει. Της έχει τυλίξει το λαιμό. Νιώθω τύψεις. Μερικές σταγόνες αυτού του νερού προέρχονται από δάκρυά μου. Δάκρυα ανάμικτων συναισθημάτων.
“Όλοι έχουν στιγμές για τις οποίες αξίζει να ζούμε” της λέω και γελάει αγανακτισμένη που συνεχίζω να ασχολούμαι. Αρνούμαι να το αποδεχτώ. Είναι παιδί. Εμείς, οι μεγάλοι, πρέπει να προστατεύουμε τα παιδιά. Και έχω θυμώσει με τον εαυτό μου, γιατί απέτυχα στο μόνο πράγμα για το οποίο μισώ τους άλλους. Είχα την υποχρέωση να την προστατέψω, όπως έπρεπε να είχα προστατευθεί και εγώ, τότε που κανείς δεν νοιαζόταν.
“Μάλλον όχι όλοι μας”, με διαψεύδει. “Αν είχες, δεν θα ήσουν εδώ. Ξέρεις τι πιστεύω; Ότι όλη σου η ζωή ήταν συναρπαστικά νεκρή”
“Βρες άλλη καρδιά να πληγώσεις”, την συμβουλεύω, μερικώς προσβεβλημένη με την ξαφνική της επίθεση.
Όσο και να με θύμωσε, οφείλω να της αποδείξω ότι κάνει λάθος, που σημαίνει ότι πρώτα πρέπει να παραδεχτώ στον εαυτό μου ότι αυτό ισχύει. “Και κάνεις λάθος. Έχω ζήσει ευτυχισμένες στιγμές που αξίζουν ένα μεγάλο χαμόγελο”. Το ομολογώ. Το ομολογώ, γιατί λέω ασύστολα ψέματα στον εαυτό μου ότι δεν είχα χαρούμενες στιγμές με ευτυχισμένους ανθρώπους, όμως δεν ισχύει. Είχα. Απλώς από τότε που τα τέρατα βγήκαν από την κρυψώνα τους, δεν μπόρεσα να δημιουργήσω ποτέ ξανά και οι παλιές δηλητηριάστηκαν.
“Ακόμα και αν είχα”, υποχωρεί με σπασμένη φωνή το κορίτσι, “η τύχη με έχει εγκαταλείψει"
“Οι ευτυχισμένες στιγμές δεν έρχονται κατά τύχη. Πρέπει από μόνοι μας να τις ευνοήσουμε και να τις καλωσορίσουμε, αρχίζοντας με ένα χαμόγελο. Ένα από αυτά που είχαμε στις ευτυχισμένες αναμνήσεις μας, γιατί αυτές χρειάζονται το πιο πολύ ξεσκόνισμα”, λέω και απορώ και η ίδια με τον εαυτό μου. Έκρυβα καλά όλες αυτές τις σκέψεις.
Ο αέρας σφυροκοπά και μεταφέρει την αίσθηση του γίγαντα που σηκώνει το πόδι, έτοιμος να λιώσει ένα χωριό και χίλιες ζωές. Η βροχή επιμένει να πέφτει, αλλά δεν νιώθω το ίδιο ευγνώμων πια. Η ταχυκαρδία εντείνεται, ενώ το κρύο έχει μουδιάσει και ζαρώσει οτιδήποτε είχε κρατήσει στον χρόνο.
“Όλοι όσοι αγαπώ και εμπιστευόμουν με αποκάλεσαν ψεύτρα, εγωίστρια και προβληματική”, παίρνει τον λόγο μόνο του το κορίτσι. Ακούγεται λυπημένη και πληγωμένη και να πασχίζει να κρατήσει το κεφάλι της πάνω από το νερό. Η αστραπή μού επιβεβαιώνει τις υποψίες μου. Έχει πιαστεί από μία εξοχή του τοιχώματος στο υψηλότερο σημείο που φτάνει και με τεντωμένο το λαιμό το νερό βρέχει το πιγούνι της. “Έτσι, σταμάτησα να μιλάω και αποφάσισα ότι είμαι όντως ψεύτρα, αλλά είχα εφιάλτες” κάνει μία παύση. “Ήθελα ουρλιάξω να με αφήσει. Ίχνος φωνής δεν έβγαινε. Πάσχιζα να ανασάνω. Δεν μπορούσα να κουνηθώ, δεν καταλάβαινα τι γίνεται. Και ακόμα δεν μπορώ να καταλάβω το γιατί” ομολογεί χαμηλόφωνα. Η καταρρακτώδης βροχή δεν εμποδίζει καμία λέξη της να φτάσει στα αυτιά μου. Τώρα δεν ξέρω μόνο τι θα συμβεί σε αυτά τα μάτια. Ξέρω και τι τους συνέβη.
“Δεν έπρεπε να σταματήσεις να μιλάς... Δεν πρέπει να χάνεις τη φωνή σου, γιατί όχι μόνο μπορεί να βρεθεί αυτός ο κάποιος που θα σε βοηθήσει, αλλά και θα βρεθεί στον δρόμο σου αυτός που χρειάζεται τη δική σου φωνή, για να φανερώσει τη δική του και τότε η δύναμή σας θα είναι ανίκητη” της λέω, περισσότερο σαν να μιλάω στον εαυτό μου.
Είμαι έτοιμη να πάρω τις τελευταίες μου ανάσες σε απόλυτο συγχρονισμό με τις βροντές, όταν την καταιγίδα σχίζουν τα ουρλιαχτά της: “Δεν θέλω να πεθάνω!Βοήθεια! Δεν θέλω να πεθάνω!”
“Ξέρεις να κολυμπάς;” την ρωτάω και η αγωνία μου έχει φτάσει στο αποκορύφωμά της. Ήδη πρέπει τα πόδια της να μην ακουμπούν το έδαφος. Καλεί ξανά για βοήθεια και χωρίς άλλη καθυστέρηση τραβώ τα πόδια μου από τα δεσμά τους και αισθάνομαι το σαπισμένο δέρμα να σκίζεται. Βουτάω στο νερό και καθώς απορροφά την κραυγή πόνου μου, κολυμπάω προς το μέρος της. Το ύψος της σπηλιάς είναι μικρό και σύντομα το περιθώριο αέρα θα χαθεί.
Την φτάνω και στα τυφλά τα χέρια της τυλίγονται γύρω μου, βυθίζοντάς με στιγμιαία από κάτω. Βγαίνοντας στην επιφάνεια, γραπώνομαι από το τραχύ τοίχωμα και συνειδητοποιώ ότι τα μέτρα που μένουν μέχρι την μόνη έξοδο είναι περισσότερα από τον χρόνο που έχουμε.
“Μην με αφήσεις. Δεν θέλω να πεθάνω!” φωνάζει, καθώς τα χέρια μου γλιστρούν. Ούτε εγώ, σκέφτομαι. Και το σκέφτεται και η καρδία μου και κάθε κομμάτι του είναι μου. “Αφού δεν θέλεις να πεθάνεις ούτε εσύ, Σώσε μας!”
Τα δευτερόλεπτα μου φαίνονται αιώνια μάχη με φουρτουνιασμένα κύματα στη μέση του ωκεανού. Καταπίνω πολύ νερό και για λίγο δεν ξέρω προς τα πού κολυμπάω.
Φτάνω στο άνοιγμα και για πρώτη φορά μετά από πολύ καιρό βλέπω τον ουρανό και η καταρρακτώδης βροχή επιτίθεται στο πρόσωπό μου. Χτυπώ τα πόδια μου δυνατά και σπρώχνω το κορίτσι να ανέβει στους βράχους σε ασφαλές σημείο. Βυθίζομαι και αναδύομαι πολλές φορές, μέχρι να τα καταφέρουμε. Κοιτάζει κάτω προς τα εμένα: “Έλα!”
“Πώς ξέρεις τι σκέφτηκα; Ποια είσαι;” Η ορμή του νερού από τον καταρράκτη με παίρνει προς το εσωτερικό της σπηλιάς.
“Έλα! Δεν θα αντέξεις για πολύ”, με παρακαλεί. Είμαι έτοιμη να πιαστώ και να σκαρφαλώσω, όταν συνειδητοποιώ την καταιγίδα που με έχει φτάσει και έχει ορίσει το τέλος μου, γιατί δεν μπορώ να παλέψω μαζί της. Ένα κενό ξευτελισμένο αδύναμο σώμα, που άργησε να πεθάνει, ενώ η ώρα του είχε έρθει καιρό τώρα.
“Η καταιγίδα!” της φωνάζω. “Δεν έχει σταματήσει! Δεν μπορώ!”
“Δεν έχει σημασία που δεν έχει σταματήσει!” Η φωνή της ξεχωρίζει από τους θορύβους της λυσσασμένης φύσης. “Κάποιες φορές η βοήθεια στα προβλήματα των άλλων είναι υπεκφυγή των δικών μας προβλημάτων. Κάποιες άλλες, όμως, είναι η ίδια λύση που χρειαζόμαστε. Η καταιγίδα ποτέ δεν θα σταματήσει, αλλά εσύ βρήκες την κατάλληλη προστασία!”
Μπερδεμένη την ακούω να μου μιλάει και μία φωνή στο κεφάλι μου με παρακινεί να κοιτάξω την αντανάκλασή μου. Και κοιτάζω προς το νερό και βλέπω το καθαρό μου μέτωπο. Το δέρμα μου να μην είναι σαπισμένο και όλα τα σημάδια να έχουν φύγει. Η πολιορκία έχει τελειώσει. Μα πάνω από όλα αντικρίζω τα γκρίζα μάτια μου.
Απλώνω το χέρι μου και ξεκινάω να σκαρφαλώνω έξω από τη σπηλιά και τον πνιγμό μου. Και ετοιμάζομαι να βγω στην καταιγίδα.

Βοξ