Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

"Η Ελπίδα είχε ήδη απελπιστεί", Τσιαδή-Δημητροπούλου Ελευθερία

 
"Η Ελπίδα είχε ήδη απελπιστεί"
Τσιαδή-Δημητροπούλου Ελευθερία


«Έλα, τι θα γίνει τόση ώρα; Θα πηδήξεις ή όχι;» φώναξε η Δανάη.
«Θα το κάνω. Στο ΄πα και πριν. Περίμενε!!» είπα.
Πήρα φόρα και πήδηξα. Ένιωσα το σπρώξιμο του αέρα στο σώμα μου και άκουγα το δυνατό μου ουρλιαχτό πάνω από τις φωνές και τις ζητωκραυγές όλων των υπολοίπων. «Το έκανε τελικά!» «Έλα πάμε Έρμι» και διάφορα τέτοια. Μέχρι που τα πόδια μου ακούμπησαν το νερό και μέσα σε δευτερόλεπτα βρέθηκαν αντιμέτωπα με το βυθό. Κολύμπησα προς τα πάνω, προσπαθώντας να φτάσω στην επιφάνεια και έφτασα.
«Είδες δεν ήταν και τόσο τρομακτικό!» μου είπε ο Δημήτρης.
Προσπάθησα να σκαρφαλώσω από τα γλιστερά βράχια για να βρεθώ και πάλι σε εκείνον τον ψηλό βράχο απ’ όπου πήδηξα. Βρεγμένοι όπως ήμασταν ακολουθήσαμε το δρομάκι πηδώντας σε κάθε βράχο. Καλά, μη φανταστείτε…… Δεν ήταν και μεγάλο το κενό. Φτάσαμε σε εκείνη την ανηφορίτσα από χώμα. Κρατηθήκαμε από τα φυτά και μετά ο μπροστινός έδινε το χέρι του στον πίσω και έτσι ανεβήκαμε όλοι. Αρχίσαμε να τρέχουμε στο πεζοδρόμιο για να πάρουμε τις πετσέτες μας από τα παγκάκια, πιο μακριά, εκεί όπου πηγαίναμε εμείς και τόσοι άλλοι για μπάνιο. Ένιωθα τον ήλιο που είχε ζεστάνει το πεζοδρόμιο, να μου καίει τις πατούσες και τα μάτια μου να τσούζουν από το αλάτι. Έτσι έτρεχα ακόμα πιο γρήγορα. Μόλις φτάσαμε, βγάλαμε από τις τσάντες μας ό,τι ποτό είχε περισσέψει από χθες το βράδυ.
Όλο το καλοκαίρι είχε γεμίσει με στιγμές σαν κι εκείνη ή με βραδινά μεθύσια…. και εκείνο το δασάκι γύρω από την εκκλησία που μαζεύονταν φίλοι, γνωστοί και άγνωστοι, ακούγοντας μουσική και ανοίγοντας τις ψυχές μας, λες και γνωριζόμασταν από πάντα. Γιατί εμείς ήμασταν οι μόνοι που έπρεπε να ακούσουν. Οι άγνωστοι, αλλά μετά από κάθε βράδυ γνωστοί τους. Μετά… η εμπιστοσύνη και η δυνατότητα του να μιλήσεις για κάτι βαθύτερο από το ποιος σου αρέσει χανόταν εξαιτίας της γνωριμίας που είχε συμβεί. Γιατί το όμορφο ήταν η μυστικότητα, η ατομικότητα του καθενός. Γιατί απλά χρειαζόμασταν κάποιον που δεν θα μας έκρινε με βάση τον χαρακτήρα μας αλλά με βάση τις πράξεις που εξομολογηθήκαμε. Που η ειλικρίνεια του δεν θα περιοριστεί από την ανάγκη της φιλίας μας.
Ένας Αύγουστος ζεστός μα τόσο κρύος.
«Τα καλύτερα είναι αυτά που δεν θυμόμαστε», μου είχε πει ένας φίλος. Και εκείνο το καλοκαίρι είχε πλημμυρίσει από στιγμές που δεν θυμόμουν.
Τώρα είναι Δεκέμβρης. Ούτε που κατάλαβα τις μέρες που μικραίνουν και τις νύχτες που μακραίνουν. Ούτε που κατάλαβα την μυρωδιά του φθινοπώρου και το κρύο αυτού του χειμώνα. Ούτε που είδα τα δέντρα να ξεθωριάζουν και τα κουνούπια να εξαφανίζονται. Ούτε που κατάλαβα.. Ούτε που κατάλαβα πως ήταν πλέον Δεκέμβρης. Από όλους εκείνους τους γνωστούς-ξένους του καλοκαιριού, περίσσεψαν μόνο εγώ κι εκείνος. Ο παιδικός μου φίλος. Δημήτρη τον λένε. Παλεύαμε με τους δαίμονες που είχε αφήσει πίσω το καλοκαίρι κι ό,τι είχε προκαλέσει η απερισκεψία μας.
«Έρμι, έλα! Τελείωνε, δεν θα προλάβουμε!» είπε ο Δημήτρης
«Καλά μωρέ! Τώρα έρχομαι!» είπα.
Μου πήρε από το χέρι το τσιγάρο και με σήκωσε.
Συναντήσαμε πάλι, τους χειμωνιάτικους μας γνωστούς-ξένους.
«Έχεις φέρει τίποτα σήμερα;» ρώτησε ο Δημήτρης.
«Όχι σήμερα. Από αύριο αυτά» απάντησε.
«Βλέπεις! Τσάμπα με κουβάλησες μέχρι εδώ!» είπα.
«Ναι, καλέ! Σε κούρασα. Πρόσεχε…» με ειρωνεύτηκε.
Ήταν το πιο κοντινό πρόσωπο που είχα. Το πιο αληθινό, γιατί όλοι οι άλλοι μπορεί να υπήρχαν αλλά δεν υπήρχαν έτσι όπως νόμιζα. Δεν ήταν αυτοί που ήξερα, γιατί δεν τους ήξερα.
Είχαμε συμφωνήσει πως θα παίρναμε ότι ήταν απαραίτητο. Ότι θα μαζεύαμε στην ψυχή μας, που ονομάσαμε σάκο, αρκετές αναμνήσεις και εμπειρίες γι’ αυτή την ζωή και πολλές ακόμα.
Ήταν πλέον δεδομένο πως ό,τι κι αν συνέβαινε, δεν θα χανόταν η φιλία μας. Ήταν δεδομένο πως χωρίς ο ένας τον άλλον οι πράξεις που ονομάσαμε εμπειρίες και τελικά έγιναν συνήθειες, δεν θα γινόντουσαν ξεχωριστά. Ήταν σαν αδερφός μου, η οικογένεια μου ,κι εγώ ήμουν η δικιά του. Όλα όσα κάναμε, τα κάναμε επειδή ξέραμε πως ήμασταν μόνο εμείς εναντίον όλων. Ξέραμε πως είχαμε μια ευκαιρία γι’ αυτό που αποκαλούμε ζωή και αν δεν την ζήσουμε σωστά, τότε θα έχουμε αποτύχει. Και η αποτυχία για εμάς ήταν κάτι το αδιανόητο.
«Γύρισα και όχι μόνος» είπε.
Σφύριξα όταν είδα τα μπουκάλια βότκας που κουβαλούσε. Καθίσαμε εκεί, δίπλα στην παραλία και μπροστά από εκείνο το δάσος που μας κράταγε συντροφιά τις μέρες που νιώθαμε μόνοι. Οι συζητήσεις πήγαιναν από το ένα στο άλλο και τα γέλια ήταν αναμενόμενα.
«Θες να κάνουμε κάτι τρελό;» μου είπε. Ήταν πάντοτε αυθόρμητος αλλά αυτό δεν ήταν ελάττωμα του κατά τη γνώμη μου.
«Ώχ! Σαν τι;» ρώτησα.
«Μου είπε ο Διονύσης ότι θα μαζευτούνε σήμερα όλοι σε ένα σπίτι εγκαταλελειμμένο λίγο πιο κάτω. Ξέρεις…με τσιγάρα, ποτά, απ’ όλα.» είπε.
«Δεν ξέρω, ρε!» είπα.
«Έλα, μια ζωή την έχουμε!» είπε. Το μυαλό μου πλέον ποτισμένο με ποτό, αδυνατούσε να αναλύσει αυτό που μόλις μου είπε.
«Καλά, εντάξει! Δεν είναι και πως δεν το έχουμε ξανακάνει...» απάντησα.
Βρήκαμε τον Διονύση έξω από το παλιό σπίτι και ένας από αυτούς που ήταν μαζί του έριξε μια πέτρα στο παράθυρο.
Μπήκαμε μέσα.
Καθίσαμε με τις ώρες μέχρι που….
Η καρδιά μου χτυπούσε το μέσα μου τη στιγμή που άκουσα… Πυροβολισμούς….
Δεν ήταν από εμάς. Ήταν και κάποιος άλλος εκεί.
Τότε το είδα.
Έναν από εμάς να βγάζει όπλο, λες και το ήξερε, λες και.. έτσι ήταν σχεδιασμένο.
«Πέστε κάτω!!!!!» μας φώναξαν.
Οι ματιές μας φοβισμένες και γεμάτες αγωνία. Τα μυαλά μας ποτισμένα με οξύ και οι λέξεις… δεν έλεγαν να βγουν. Δεν μπορούσα να ξεχωρίσω τις βολές. Ξεχώρισα μόνο μία.
Το αίμα έτρεχε. Οι φωνές ησύχασαν και τα χείλια του έτρεμαν. Ξαπλωμένος κάτω, με τα μάτια ανοιχτά και τα χέρια τοποθετημένα πάνω στην πληγή. Τα δικά μου μάτια, βρεγμένα, τα ουρλιαχτά μου ασταμάτητα. Το πρόσωπό του κρύο. Τότε κατάλαβα πως είχε έρθει ο χειμώνας. Τότε κατάλαβα την μακρότητα της νύχτας και τα δέντρα που είχαν ξεθωριάσει… την ψυχή μου που είχε ξεθωριάσει.
Ήξερα πως δεν έχασα μόνο εκείνον, εκείνη τη μεγάλη νύχτα. Έχασα το κομμάτι της ψυχής μου που πάλευε να με ζεστάνει… Απέτυχα… έχασα τον αληθινό ανάμεσα στους γνωστούς-ξένους …..ανάμεσα στους ξένους.
«ΓΡΗΓΟΡΑ, ΠΑΜΕ!» φώναξαν, μα τα πόδια μου είχαν σταματήσει να δουλεύουν. Ήρθε ένας και με τράβηξε, με έβγαλε έξω από εκείνο το μέρος, μα μετά ήμουν ξανά μόνη. Άρχισα να τρέχω και να προσπαθώ να ξεφύγω. Σταμάτησα την στιγμή που είδα τον γκρεμό, πολλά μέτρα πάνω από τη θάλασσα.
Οι αστυνομικοί είχαν περικυκλώσει όλες μου τις εξόδους και τότε… τότε πήδηξα χωρίς καν να το πολυσκεφτώ. Βρισκόμουν στον αέρα… Φάνηκε αιώνας…
Η πίεση του αέρα να δυναμώνει όπως κι ο φόβος στο στομάχι μου να κατασπαράζει τα σωθικά μου. Ο ήχος του απόλυτου κενού και η άγνοια του τι θα συνέβαινε μετά. Αυτά δεν έχουν σημασία όταν πέφτεις. Σκέφτεσαι μόνο όλα όσα συνέβησαν, όλα όσα νιώθεις.
Μπορείς να φύγεις; Η συνείδηση σου στο επιτρέπει; Έκανες ότι έπρεπε; Θα χανόσουν στα νερά και θα πνιγόσουν ή θα πέθαινες από το τελικό χτύπημα στο έδαφος, στα βράχια; Αλλά σου αξίζει;
Το ρίσκο πάντα θα σου παίρνει κάτι, θα σου δίνει, αλλά θα περιμένει και την ακατάλληλη στιγμή για να σου πάρει ή αυτό που θα σου δώσει, ή κάτι ακόμα πιο σημαντικό για σένα. Όπως τότε με τον Δημήτρη. Πήρα κάτι. Πήρα αυτό που και οι δυο μας θεωρούσαμε απαραίτητο αλλά από εκείνη τη στιγμή και μετά…τον έχασα.
Ένιωθα ελευθερία, αγάπη, απελευθέρωση, ελπίδα. Ελπίδα, τη στιγμή που ήξερα ότι όλα θα τελείωναν. Το έδαφος ήταν πλέον κοντά. Το νερό, το νερό που έκρυβε μέσα του κάθε λογής μυστικά έτοιμα να με αποτελειώσουν. Η πληγωμένη μου ψυχή είχε σταματήσει να με αποσπάει από την σκέψη ότι θα πέθαινα. Ότι ο πόνος δεν είχε τελειώσει ακόμα. Μου φάνηκε σαν αιώνας αλλά μάλλον ήταν δευτερόλεπτα.
Είχα σχεδόν πέσει, μέχρι που το σώμα μου ακούμπησε τα νερά, νιώθοντας όλη τη πίεση να γίνεται πόνος. Πέρασα τα νερά και βρέθηκα στο βάθος. Βράχια τρυπούσαν όλο και περισσότερο το σώμα μου. Η απώλεια της αναπνοής είχε ήδη διψάσει τον λαιμό μου. Ένα τσίμπημα που πήγαινε όλο και πιο κοντά στο λαρύγγι μου. Και τότε… το τελικό χτύπημα…η γεύση του αλμυρού νερού να τσούζει τα ούλα μου.
Μετά τίποτα.
Η αναπνοή μου δεν επέστρεψε. Ο πόνος δεν σταμάτησε. Η γεύση της θάλασσας έγινε πλέον οξύ.
Η ελπίδα ότι θα περάσει είχε ήδη απελπιστεί.
Γιατί ήξερε. Ήξερε ότι όσο κι αν πίεζα τον εαυτό μου να πιστέψει δεν μπορούσα να ξεφύγω από το αναμενόμενο. Ο έλεγχος είχε χαθεί τη στιγμή που πήδηξα. Δεν τον είχα πια…τον είχε η φύση. Η φύση που προσπαθούσε να τα κρατήσει όλα ίδια.
Ήταν ακόμα νύχτα. Είχαν περάσει λεπτά κι εγώ νόμιζα ότι ζούσα μέσα σε ένα ατελείωτο μαρτύριο. Όλοι μιλούν για τον θάνατο ως την είσοδο σε κάτι καινούργιο.
Είχα πεθάνει; Ήμουν ακόμα σε αυτόν τον κόσμο; Δεν μπορούσα να καταλάβω! Δεν ένιωθα τα πόδια μου, τα χέρια μου. Δεν ένιωθα τίποτε εκτός από πόνο και την απώλεια του ελέγχου. Η ανάγκη για αναπνοή πια είχε εξαφανιστεί.
Μπορεί ο θάνατος να είναι έτσι. Να μην μπορείς να σταματήσεις τον πόνο και να χάνεις τον έλεγχο για τα πάντα αλλά το μυαλό σου….εκείνο να υπάρχει…. Να νιώθει… Χωρίς η καρδιά σου να χτυπά.
Μπορεί οι νεκροί να τα ακούν όλα. Να τα νιώθουν όλα. Μπορεί να μένουν στον ίδιο κόσμο χωρίς να το μαθαίνει ποτέ κανείς. Μπορεί να καταπίνουν τη λάσπη και τα χώματα. Μπορεί να νιώθουν τα ζωύφια να τρώνε κάθε κομματάκι τους μέχρι να χάνουν το μη ελεγχόμενο σώμα τους.
«Είμαι νεκρή ή όχι;», ήταν η απορία που κυριαρχούσε μέσα στο κεφάλι μου.
Και μετά… Μετά τίποτα.
Τελικά κατάλαβα πως δεν τήρησα την υπόσχεση. Πως όσα είχα μαζέψει, ψεύτικες φιλίες, μεθύσια, τσιγάρα….δεν ήταν αυτά τα απαραίτητα.