Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

"Η παραμονή", Σιγάλα Μαρία

"Η παραμονή"
Σιγάλα Μαρία

Πρώτη μέρα, πρώτο σκίρτημα, πρώτη τρέλα, πρώτη υπόθεση, πρώτη αγωνία, πρώτη ελπίδα. Πρώτη μέρα, παλιά λήθη, παλιά ωριμότητα, παλιά γνώση, παλιά ηρεμία, παλιά απελπισία… κι όμως, τώρα είναι τόσο διαφορετικά! Τώρα δεν υπάρχει κανείς και τίποτα να στηριχτώ. Τώρα δεν γνωρίζω κανέναν και τίποτα. Τώρα ελπίζω στους πάντες και στα πάντα. Τώρα στηρίζομαι στους πάντες και στα πάντα. Ένα σπινθήρισμα στην καρδιά μου για το καινούριο, κι όμως κάτι μέσα μου με κλείνει σε μια τρελή άρνηση… μια λαχτάρα για το άγνωστο, πασπαλισμένη με φόβο. Η φαντασία μου οργιάζει και μαζί της και η ανησυχία.
Όχι αυτό το στυλό, δεν είχα γράψει καλά στο διαγώνισμα που το είχα χρησιμοποιήσει. Ας πάρω καλύτερα το τυχερό μου, παρόλο που δε γράφει… μπορεί να μη γράφει, αλλά λειτουργεί. Δε θέλω όλα μου τα πράγματα να είναι καινούρια, να μην έχουν τίποτα να μου θυμίζει το ποια είμαι, ποια ήμουν μέχρι πρότινος τουλάχιστον. Τα πάντα είναι καινούρια, γεμάτα ελπίδα, και παρόλα αυτά εγώ κολλάω στο προκαθορισμένο παρελθόν, ηρεμώ στην παλιά μου ανησυχία μη γνωρίζοντας την πραγματική κατάληξη, αφού ακόμα πλάθεται στο είναι μου. Τα πελάγη του μυαλού μου με ξεχειλίζουν προτού καλά καλά γεμίσουν… θέλω να πάρω μαζί μου πράγματα να μου δώσουν κουράγιο, κι όμως δεν μπορώ… τα πράγματα απλά αντιπροσωπεύουν καταστάσεις, δεν τις αναδημιουργούν.
Πώς μπορεί κανείς να χωρέσει στην ύλη τις πλάκες του μαθήματος, τις ξεκαρδιστικές ατάκες των συμμαθητών των οποίων μερικές φορές δε συμπαθούσα τίποτα παρά το χιούμορ τους; Πού στην τσάντα του μπορεί να βρει τους καυγάδες στους διαδρόμους για θέματα τα οποία τότε φάνταζαν τόσο σημαντικά ασήμαντα; Πώς θα μπορούσα να αγγίξω ξανά, αλλού, τις συζητήσεις χωρίς πραγματικό λόγο ύπαρξης κάτω από την μεθυστικά οικεία μυρωδιά του πολυαγαπημένου μας πεύκου, το οποίο εκδήλωνε την αγάπη του μέσω φρικιαστικών αντιπροσώπων κάθε άνοιξη και φθινόπωρο και το οποίο είχε αποτελέσει καταφύγιο των σκέψεων μάς; Κάποτε είχα μιλήσει σε αυτό το δέντρο… ένιωθα πως με ακούει. Πώς μπορώ να νιώσω κοιτώντας ένα πράγμα τη γεύση του φαγητού που μοιραζόμασταν, το ψιθύρισμα στην τάξη, το γέλιο, την αναστάτωση, την έξαψη, την παγωνιά, την έκπληξη και την παροδική πληρότητα που μου προσέδιδαν τόσο απλόχερα; Πώς μπορώ να πάρω μαζί μου κάτι το οποίο δε θα κάνει τίποτα παρά να με πληγώνει, κάθε φορά και πιο θανάσιμα, κάθε φορά με μεγαλύτερη απώλεια του ψυχικού αίματος, της χαράς; Λένε πως ο εγκέφαλος, καμιά φορά ασυναίσθητα, αναπαράγει γεύσεις, οσμές, εικόνες και ήχους μόνο και μόνο από την σκέψη τους. Όμως, το θέλω πραγματικά αυτό;
- Θα περάσεις, θα τα καταφέρεις, είμαι σίγουρη!
Ήταν τα πρώτα λόγια του πρώτου ατόμου που του ανακοίνωσα την προοπτική. Ένα συγκινημένο, αμφίβολο χαμόγελο έφτασε στο πρόσωπό μου προτού το καταλάβω.
- Μη μας ξεχάσεις.
Αυτή ήταν η ολοκληρωμένη πρώτη αντίδραση που είχα από την πρώτη φίλη στην οποία είχα μιλήσει για την αλλαγή σχολείου. Λίγες λέξεις, λίγα συναισθήματα, μεγάλες ποσότητες έντασης σε καθένα από αυτά. Μα πώς θα μπορούσα ποτέ; Δε θέλω να αθετήσω την υπόσχεσή μου, όχι γιατί είναι καθήκον μου, αλλά πιο πολύ ανάγκη της καρδιάς μου. Πώς μπορείς να αφήνεις πίσω σου κάτι που σε έκανε, και εξακολουθεί να σε κάνει χαρούμενο όταν κανένας σας δεν το θέλει; Η αμεσότητα που θα έχουμε θα μειωθεί, σε αναλογία με τον χρόνο που θα περνάμε μαζί. Δε θέλω να αντικαταστήσω, δεν μπορώ να το κάνω. Πόσο χώρο όμως να έχει μία καρδιά, πόση υπομονή ένα γέλιο, πόση αδράνεια η τρέλα και πόσο χρόνο η φιλοσοφία;
Μήνυμα… αυτή είναι. Ο πρωταρχικός άνθρωπος ο οποίος αντιπροσωπεύει τόσο οξύμωρα συναισθήματα. Τη γνωρίζω τόσα χρόνια, από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου ή και ελάχιστα μετά. Είμασταν μαζί και στα άσχημα και στα όμορφα. Έχει προκαλέσει πολλά άσχημα, πιθανότατα κατά λάθος, τόσο σε μένα όσο και σε άλλους ανθρώπους, και της τα έχω ανταποδώσει με απομάκρυνση. Όμως τα χρόνια καθιστούν την μονιμότητα της διακοπής τόσο ακατόρθωτη. Δεν της μίλησα σχεδόν καθόλου εδώ και πόσους μήνες… ορισμένα πράγματα συγχωρούνται εξίσου ακατόρθωτα, φαίνεται. Όμως, να ‘μαι, αυτή τη δεδομένη στιγμή, έτοιμη να κοιμηθώ με σκοπό να ξυπνήσω νωρίτερα από ότι έχω κάνει ποτέ στη ζωή μου στα πλαίσια της μαθητικής μου ρουτίνας, αναλογιζόμενη το μήνυμα. Πρόταση για βόλτα…
Λίγα λεπτά αργότερα, περπατάω στο ζεστό σοκάκι, λουσμένη από τη νυχτερινή βραδιά, μεθυσμένη από την αμυδρότητα του φωτός… οι άλλες δεν μπορούσαν, θα είμαστε οι δυο μας. Τι ειρωνεία! Τόσα χρόνια συμμαθήτριες και τώρα, για πρώτη φορά, οι δρόμοι μας χωρίζουν επίσημα, όπως έχω ευχηθεί τόσες φορές – και στοιχηματίζω κι εκείνη – και, έχοντας την ιδανική δικαιολογία, την άλλοτε ειδυλλιακή κατάσταση, εγώ βαδίζω προς άλλη μία συνάντηση μαζί της! Τη βλέπω να κάθεται σε ένα παγκάκι στην πλατεία που παίζαμε όταν είμασταν μικρές. Δε θέλω να της δείξω ότι είμαι προβληματισμένη, δεν μπορώ να της το κάνω, δεν μπορώ να μου το κάνω. Για τώρα, θα ξαναγίνω το μικρό κοριτσάκι, αν και σε σώμα μεγάλου. Θα ξαναγίνω η κοπελίτσα που γνώρισε, αν και τώρα είμαι πιο αυθόρμητη, πιο ελεύθερη από την ανάγκη να ταιριάξω, πιο θαρραλέα, αλλαγμένη. Μέσα της μπορώ να δω το ίδιο… δεν βρισκόμαστε σαν φίλες που πρόκειται να σπάσουν το ρεκόρ τους σε χρόνια συμφοίτησης, αλλά σαν μικρά παιδιά στο προαύλιο, καταδικασμένα ή ευλογημένα από την μοίρα να μοιραστούν τον χωρόχρονό τους. Ποιο από τα δύο επίθετα θα επικρατήσει θα το δείξουν οι συνθήκες. Την αγκαλιάζω, προσπαθώντας να το παίξω χαλαρή, ενώ εκείνη με σφίγγει. Δε βαριέσαι; Την σφίγγω κι εγώ.
- Χελλο
Ακόμα προσπαθώ να το παίξω ανάλαφρη, δεν έχει κερδίσει ακόμα. Γελάει.
- Γεια σου και σένα. Τι κάνεις;
Έχω τόσα πολλά να της πω, αλλά δε λέω τίποτα. Αρνούμαι να σχηματίσω τις λέξεις οι οποίες θα βάψουν με σκουρόχρωμα χρώματα την συζήτηση, μάλλον χάρη στις σκιές των σκέψεων που δεν μπορούν, ούτε πρέπει, να ειπωθούν. Ίσως να ισχύει αυτό που λένε… είμαστε όσα σκεφτόμαστε και δε λέμε και όσα λέμε όταν δεν σκεφτόμαστε. Της πιάνω κουβέντα για τη θάλασσα και μου λέει για το φροντιστήριο που ήδη ξεκίνησε. Η κουβέντα εκτυλίσσεται σαν βαμβακερό σεντόνι, σκεπάζει την ανείπωτη δροσιά της νύχτας, ωστόσο είναι σχετικά απλό. Λέει κάτι αστείο και γελάω. Είμαστε κοντά, δίπλα δίπλα, και πλέον αναφερόμαστε σε ιστορίες, είτε δικές μας από το παρελθόν είτε των γύρω μας που μάθαμε πρόσφατα. «Σωστές κουτσομπόλες»!

- Μα είναι δυνατόν, εμείς στην ηλικία τους δεν τολμούσαμε να πούμε τη λέξη χαζό και τώρα παιδάκια πρώτης δημοτικού βρίζουν σαν νταλικέρηδες; Θυμάσαι που κάποια φορά νόμιζες ότι μια βρισιά σήμαινε φούρναρης;
- Γιατί, τα ρούχα τους πού τα πας; Θυμάσαι…
Το σεντόνι συνεχίζει να υφαίνεται, αλλά εγώ δεν βρίσκομαι πλέον σε αυτή τη συζήτηση. Η πλέξη κάπου περιπλέκεται και στη μέση μπαίνουν οι σκέψεις μου. Τόσα χρόνια κουβαλάμε η μία αναμνήσεις της άλλης, τις ανανεώνουμε στη μνήμη μας και δημιουργούμε καινούριες, εκ των οποίων συγκρατούμε μόνο τις θεαματικότερες, τις πιο πας-παρτού, τις απαραίτητες για την υπενθύμιση της ύπαρξης χαβαλέ και φιλίας, συνδυασμένων και αλληλένδετων.
Τόσα χρόνια κουβαλάει η μία την άλλη παντού, τόσο στη μνήμη όσο και στην ύλη. Αρνούμαστε να αποχωριστούμε διότι, αν και παράδοξα, έχουμε αναπτύξει οικειότητα σε βαθμό που δεν έχω καταφέρει να ξεπεράσω. Το μυαλό μας συγκρατεί μόνο τα απαραίτητα στοιχεία, κι όμως, κάποια άχρηστα παραμένουν εκεί. Σε κάθε ταξιδιώτη, δε θα συναντήσεις μόνο αντικείμενα χρήσιμα για την επιβίωση. Καθένας έχει κάτι τυχερό, κάτι αγαπημένο και κάτι σταθερό. Είναι ψέμα να αρνηθούμε το γεγονός ή την άσκοπη μεταφορά του έστω και μία φορά στη ζωή μας. Ποτέ δεν μπορείς να παίρνεις μόνο τα απαραίτητα, διότι δεν υπάρχουν. Είναι υποκειμενικότερα και από την ομορφιά. Θέλω να πιστεύω πως από όπου κι αν προερχόμαστε, εκεί καταλήγουμε, τουλάχιστον οι ψυχές μας. Φεύγουμε από δίπλα από τον Θεό για να εμπλουτίσουμε τον εσωτερικό μας κόσμο και επιστρέφουμε με την αναλογία της ζωής που ζήσαμε. Εκεί, δεν πρέπει μόνο να θυμάσαι τη διαδρομή, αλλά να κουβαλάς και κάποια στοιχεία. Η Ιθάκη μας είναι μεγάλο, άπειρο νησί και οι αποσκευές περιορισμένες. Μέσα σε αυτήν την επιβαλλόμενη επιλεκτικότητα, πόσα πράγματα μπορείς να πάρεις; Πόσους συμβολισμούς και πόσες παρομοιώσεις; Πόσες αναμνήσεις και πόσα συναισθήματα από το παρελθόν, ένδοξο ή άδοξο; Ο Οδυσσέας επέστρεψε, δεν πήγε στην Ιθάκη. Οπότε πώς καλούμαστε εμείς να δομήσουμε τον ταξιδιωτικό μας σάκο για μυστηριώδεις προορισμούς, αφού εκείνος έπαιζε το ίδιο παιχνίδι με περισσότερα ατού; Δε διαφωνώ, η διαδρομή είναι ίδια, καθώς για όλους, συμπεριλαμβανομένου και του ήρωα, είναι διαφορετική από την αρχική. Φυσικά, υπάρχει και ο αστάθμητος παράγοντας του χρόνου, καθώς και ο κανόνας του ποταμού, ότι τα πάντα μένουν σταθερά μόνο μέσα από την αλλαγή. Αυτό ισχύει και για τις αποσκευές μας. Ωστόσο, αυτό δε σημαίνει πως κάτι χάνουμε κερδίζοντας; Ποιος καθορίζει την νίκη; Και πώς μπορούμε να χάσουμε κάτι τόσο σημαντικό προκειμένου να κάνουμε χώρο στη βαλίτσα μας για κάτι καινούριο, άγνωστο και αμφίβολης σημασίας; Φαντάζομαι, αυτό είναι το μέρος του παιχνιδιού…