Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

"Τα απαραίτητα και οι γκρεμοί", Ρήγου Μαρία-Ολβιανή

"Τα απαραίτητα και οι γκρεμοί"
Ρήγου Μαρία-Ολβιανή

Ξύπνησε πιασμένος από το τραχύ έδαφος. Είχε πλαγιάσει στις ρίζες ενός δέντρου και είχε δέσει στον κορμό του το γαϊδούρι του. Η νύχτα είχε περάσει δύσκολα και έτσι θα περνούσαν όσες νύχτες απαιτούνταν, για να φτάσει στον προορισμό του. Βρισκόταν σε μόνιμη επιφυλακή και κάθε φορά που κατάφερνε να τον πιάσει ο ύπνος, κάτι τον έκανε να πετάγεται, να κοιτάει πέρα-δώθε και να επιβεβαιώνει την ύπαρξη του μαχαιριού στη ζώνη του. Συνήθως αυτό το κάτι ήταν κάποιες σκιές. Ξαπλωμένος όπως ήταν, κοιτούσε τους βραχώδεις κρημνούς, που περιέβαλαν το σημείο. Μέσα στη νύχτα οι γωνίες των βράχων δημιουργούσαν σκιές, ο φόβος ξεγέλαγε τα μάτια του και νόμιζε, πως κατέβαιναν μέσα στο σκοτάδι ληστές, αλλά τελικά δεν υπήρχε τίποτα.

Τώρα όμως, ήταν πρωί και ήταν όλα καθαρά. Ήλεγξε αν μέσα σε καθένα από τα τέσσερα, στο γαϊδούρι ζωσμένα καλάθια υπήρχαν ακόμα τα πολύτιμα αντικείμενα. Ποτέ δεν ξέρεις, μπορεί στις στιγμές του φευγαλέου του ύπνου, να του τα άρπαξαν… Πώς έτρεμε στην ιδέα να του τα κλέψουν; Πολύ έτρεμε.

Το γαϊδούρι ήταν πολύ φορτωμένο και δεν θα άντεχε και το δικό του βάρος. Έτσι κρατούσε το σαμάρι και το οδηγούσε. Ελίσσονταν, για να περνάνε πλάι από τις μεγάλες κοτρώνες, που καθιστούσαν το μονοπάτι όχι και τόσο μονοπάτι. Τους ήξερε πολύ καλά πλέον αυτούς τους δρόμους. Τις πέτρες δεν μπορούσε να τις ξέρει απέξω, αλλά ήξερε τα δέντρα, τις βρύσες και τους βράχους, τους οποίους έβρισκε ορισμένες φορές σπασμένους και κατακερματισμένους στο μονοπάτι και έλεγε μέσα του «Ουφ, ευτυχώς που δεν έπεσαν όσο περνούσα εγώ».

Πριν από λίγες εβδομάδες είχε πάει για κυνήγι με την γνωστή παρέα και είχαν βρει έναν άνθρωπο τσακισμένο από μία κατολίσθηση. Ήτανε αιμόφυρτος. Στην πλάτη του είχε ένα σακίδιο, το οποίο είχε ανοίξει και τα περιεχόμενά του βρίσκονταν σωριασμένα ακριβώς όπως ο ιδιοκτήτης τους. Ήτανε κάποια ρούχα, πολλά γράμματα αλληλογραφίας και ένα σακούλι γεμάτο με κοσμήματα μεγάλης αξίας. Η παρέα κράτησε τα πράγματα και κουβάλησαν τον ήδη νεκρό άνδρα, στο χωριό. Δεν τον αναγνώρισε κανείς. Μάλλον ήτανε κάποιος ξένος ταξιδιώτης που σκόπευε να πάει σε κάποιο άλλο χωριό και να κλεφτεί με κάποια κοπέλα. Διότι η στοίβα με τα γράμματα αποδείχθηκε, πως ήτανε μία μυστική ερωτική αλληλογραφία. Στο τελευταίο, όπως φαινόταν από τις ημερομηνίες, γράμμα η αγαπημένη του έγραφε: «Έλα την επόμενη πανσέληνο. Εγώ θα είμαι έτοιμη και θα σε περιμένω στο παράθυρο. Εσύ φέρε μόνο τα απαραίτητα, που χρειάζονται , για να φτιάξουμε μία νέα ζωή.» Έτσι ο κύριος είχε φορτώσει στο σακίδιό του αυτά τα κοσμήματα και την αγάπη του για αυτή, τα οποία όντως έφταναν για μια ζωή. Φαινόταν αχνά στο πρόσωπό του, κάτω από τη σκόνη του βράχου και τα αίματα, το μειδίαμα μίας αβάσταχτης ευτυχίας. Και κάπως έτσι αβάσταχτη που ήταν, τα βράχια δεν την είχαν αντέξει και είχαν πέσει πάνω του. Δεν θα είχε προλάβει ούτε να το συνειδητοποιήσει. Ένας από την παρέα, που πάντα έδινε μία άλλη υπόσταση στα θέματα, είχε πει: «Σκέψου την κοπέλα που θα τον περιμένει στο παράθυρο. Θα νομίσει ότι την ξέχασε…»

Επιστρέφοντας στον ήρωα μας, υπολόγιζε, πως αν συνέχιζε με τον ίδιο ρυθμό είχε τρεις μέρες δρόμο μπροστά του. Δεν τον κυνηγούσε ο χρόνος, αλλά περισσότερος χρόνος περισσότερες πιθανότητες να πάει κάτι στραβά. Όσο λιγότερα λεπτά, τόσο λιγότερες πιθανότητες, σκεφτόταν και ήθελε να πηγαίνει γρήγορα.

Εκτός από τις κατολισθήσεις, ένα άλλο και πιο συχνό φαινόμενο ήταν οι ληστές. Οι ληστές ήταν ο φόβος των ταξιδιωτών. Παραμόνευαν παντού και ορμούσανε αδίστακτα. Ειδικά αν είχαν προσέξει κάτι πολύτιμο στο φορτίο σου ή σε εσένα. Για αυτό και αυτός είχε χώσει τα πολύτιμά του αντικείμενα μέσα στα τέσσερα καλάθια, που ήταν γεμάτα με τρόφιμα. Όταν έβλεπαν, ότι ο διαβάτης ήταν ένας απλός χωριάτης και κουβαλούσε τρόφιμα δεν τον πείραζαν, γιατί δεν ήθελαν να καταστήσουν τους δρόμους τελείως απρόσιτους. Μετά ποιος θα περνούσε να τον ληστέψουν; Εκεί στήριζε αυτός την ασφάλειά του.

Ένα απόκρημνο χωριό, σαν το δικό του, με τέτοιους επικίνδυνους δρόμους ήταν στην ουσία μη προσβάσιμο. Τώρα θα καταλάβαινε κανείς, γιατί οι συγχωριανοί του ποθούσαν εδώ και καιρό ένα γεφύρι. Οι γιατροί δεν έφταναν ποτέ στην ώρα τους, πολλά παιδιά απέφευγαν λόγω των δρόμων να πηγαίνουν στα διπλανά χωριά για σχολείο και όσοι έφευγαν από τον τόπο εκείνον έριχναν πίσω τους μαύρη πέτρα. Τώρα, πού τις έβρισκαν τις μαύρες πέτρες;… Όλες οι πέτρες της περιοχής ήταν ανοιχτόχρωμες.

Από μικρό παιδί θυμόταν τους συγχωριανούς του, να προσπαθούν να φτιάξουν ένα γεφύρι. Μα δεν γνώριζαν οι καημένοι τίποτα από γεφύρια… Οι αυτοσχέδιες, ξύλινες γέφυρες, που έφτιαχναν κατέρρεαν στις δοκιμές που έκαναν με κατσίκια ή έπεφταν από τη βροχή. Είχανε πάει ορισμένοι στην πόλη και είχαν βρει μάστορες, που θα μπορούσαν να αναλάβουν το έργο. Ήθελαν, όμως, χρήματα και κανείς στο χωριό δεν είχε την δυνατότητα ή δεν ήταν διατεθειμένος να δώσει τόσα πολλά.

Όταν βρήκαν με την παρέα του τον νεκρό ταξιδιώτη, θέλανε αρχικά να μοιραστούν μεταξύ τους τα πολύτιμα κοσμήματα. Ο ίδιος είχε εντοπίσει πρώτος το νεκρό, αλλά δεν είχε διεκδικήσει τίποτα παραπάνω από τους άλλους. Αν και είχαν υπάρξει κάποια θέματα με την ίση μοιρασιά θα μπορούσε να έχει θέσει το ζήτημα, αλλά δεν είπε τίποτα. Εκείνος ο φίλος του, που έδινε άλλη υπόσταση στα θέματα, είχε πετάξει την ιδέα: «Παιδιά, πάψτε! Δεν θα φερθούμε με φιλαργυρία. Δεν θα τα κρατήσουμε τα κοσμήματα, θα μας διχάσουν, δεν το βλέπετε; Κανονικά έπρεπε να τα στείλουμε στην οικογένεια αυτού του δύστυχου ανθρώπου, όπως στείλαμε και τον ίδιο, αφού είδαμε την διεύθυνσή του από τις αλληλογραφίες. Αλλά ήμαρτον κύριε, μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε τον πλούτο αυτό με έναν τρόπο που θα συμφέρει όλους: Να χρηματοδοτήσουμε το γεφύρι! Αυτά είναι τα απαραίτητα χρήματα, που αναζητούσαμε.»

Το έμαθαν οι υπόλοιποι συγχωριανοί και ενθουσιάστηκαν! Πράγματι αυτό συνέφερε όλους και αυτή ήταν η ευκαιρία τους! Αποφάσισαν να στείλουν κάποιον στην πόλη με τα κοσμήματα, να τα ανταλλάξει με χρήματα, να βρει τους μάστορες και να τους φέρει στο χωριό να φτιάξουν το γεφύρι.

Όπως και ο ίδιος, πολλοί είχαν προσφερθεί για αυτή την αποστολή. Συνήθως, για άλλες δουλειές δεν προσφέρονταν και τόσοι. Μόνο ο ίδιος προσφερόταν πάντα να κάνει αυτές τις διαδρομές τις κοπιαστικές, τις επικίνδυνες… Όμως η σημαντικότητα της παρούσας αποστολής της προσέδιδε γόητρο, για αυτό και όλοι φαγώθηκαν να την αναλάβουν. Προς μεγάλη του χαρά, μεταξύ των άλλων προσφερομένων, τον προτίμησαν. Γιατί ήταν έμπειρος στις διαδρομές και αποδεδειγμένα υπεύθυνος. Και αυτό κανείς δεν μπορούσε να το αρνηθεί. Τον είχανε στείλει μόνο του, διότι τα πολλά άτομα ξυπνούσαν το ενδιαφέρον στους ληστές και ήτανε, εν κατακλείδι, πιο επικίνδυνο.

Περπατούσε πολύ ώρα μες στο λιοπύρι. Ήτανε ιδρωμένος και λαχανιασμένος. «Για δες!» έλεγε από μέσα του «Τόσες φορές έχω κάνει αυτή τη διαδρομή και η κούραση είναι πάντα η ίδια.»

Βρήκε μία βρύση. Ξαπόστασε για λίγο στον ίσκιο που την περιέβαλε. Καθώς ξεδιψούσαν και αυτός και το γαϊδούρι, θυμήθηκε τα λόγια κάποιου συγγενή του στην πόλη: «Εσύ είσαι άνθρωπος ικανός. Μπορείς να καταφέρεις μεγάλα πράγματα, μην χαραμίζεσαι. Μόνο που στην πόλη, για να περνάς καλά, πρέπει να έχεις χρήματα. Μάζεψε τα απαραίτητα και έλα! »

Και έτσι όπως έπινε το δροσερό νερό, το οποίο έρρεε εύκολα και του έφερνε μεγάλη ευχαρίστηση, σκέφτηκε, πως και η ζωή του θα μπορούσε να γίνει έτσι: Δροσερή, εύκολη και δίχως άλλες καματερές διαδρομές. Αφού ήταν εργατικός και ικανός, γιατί να μην το άξιζε; Ίσως αυτά τα κοσμήματα να ήταν η ευκαιρία του. Κοίταξε το γαϊδούρι. Δες το, πόσο άβουλο είναι! Μόνο αυτό πίνει νερό και αρκείται σε αυτήν και δεν έχει επιθυμήσει κάποια άλλη ευτυχία. Και ακόμα το έβλεπες, πως ενώ είχε κάθε φορά τέσσερα παλιοκάλαθα ζωσμένα πάνω του, ποτέ δεν θέλησε να τα πάρει και να φύγει παρά μονάχα να τα κουβαλάει.

Μέσα σε αυτά τα καλάθια υπήρχαν τα απαραίτητα, για να αδράξει ο ίδιος τη ζωή του. Και ήθελε να τη ζει με τρόπο ηθικό. Μα έλα που με αυτό τον τρόπο δεν του είχαν έρθει μέχρι τώρα τα απαραίτητα; Πώς φτερούγισε στην ιδέα να πάει στην πόλη και να μην επιστρέψει ποτέ; Να φτιάξει μία νέα ζωή με τον πλούτο αυτών των κοσμημάτων. «Θεέ μου, μία μόνο αμαρτία ανοίγει το μέλλον μου!» Και το νερό της βρύσης έρρεε, έρρεε, σαν να του έλεγε: «Όλα θα ρεύσουν, όλα θα ξεχαστούν. Ακόμα και οι αμαρτίες…»

Μα τί σκέψεις ήταν αυτές; Πώς θα μπορούσε να προδώσει το χωριό του;

Όπως και να είχε έπρεπε να συνεχίσει τον δρόμο του. Το έδαφος ήταν αρκετά τραχύ και τα βήματά τους δεν το αυλάκωναν. Το μυαλό του λαβωμένο από το δίλλημα. Αλλά τί νόμιζαν δηλαδή; Πώς με ένα γεφύρι το χωριό θα μετετρεπόταν σε κέντρο της χώρας; Αφού βρισκόταν στην άκρη του κόσμου, δεν θα μπορούσε να αποτελέσει πέρασμα για κανέναν άλλον δρόμο. Και αν οι κάτοικοι μπορούσαν τελικά να επικοινωνούν καλύτερα με τον παραέξω κόσμο, κανένα καλό δεν θα έκανε αυτό στο χωριό. Αφού θα τους φούσκωναν τα μυαλά και όλοι θα πήγαιναν αλλού να ζήσουν και το χωριό θα ερήμωνε. Ενώ τώρα, αποκλεισμένο όπως είναι, εγγυάται την επιβίωσή του. Με έναν τρόπο είχε ξεφυτρώσει και αυτό, σαν άγριο άνθος στους κρημνούς, και άγρια πάλευε, για να κρατήσει τους κατοίκους του. Έτσι, τυραννικά, αποκλείοντάς τους από τον υπόλοιπο κόσμο.

Και εκείνος ένιωθε ένα άγριο άνθος των κρημνών. Θα άρπαζε την ευκαιρία! Ίσως να ήταν και γραφτή αυτή η συγκυρία. Ίσως η μοίρα να του φώναζε από μόνη της. Ίσως να χρειαζόταν να φύγει πιο μακριά. Θα πίστευαν πως τον λήστεψαν, πως πέθανε, και δεν θα τον έψαχναν ποτέ. Και η μάνα του; Η μάνα του τι θα έκανε; Θα έκλαιγε για ένα παιδί, που καλοπερνάει.

Μα ήταν στα αλήθεια τόσο κακό; Τα κοσμήματα αυτά δεν ήταν των συγχωριανών του. Τυπικώς, δεν τα έκλεβε από κανέναν! Η παρέα του και εν συνέχεια όλο το χωριό τα είχαν καρπωθεί από τον δύστυχο εκείνο ταξιδιώτη. Όλοι μαζί είχαν διαπράξει το πρώτο μισό της αμαρτίας και τώρα αυτός θα την ολοκλήρωνε, προδίδοντάς τους, γλιτώνοντάς τους από τις τύψεις. Και φυσικά, από την δημιουργία ενός γεφυριού, το οποίο θα ήταν στοιχειωμένο από το πνεύμα του ερωτευμένου ταξιδιώτη. Ήταν σαν να άκουγε στο τρίξιμο του γεφυριού τον θρήνο για την χαμένη του ζωή- θρήνο που σκόπευε να απαλύνει με το φτιάξιμο της δικής του ζωής.

Αφού, εκείνος τα είχε εντοπίσει πρώτος και δικαιούταν να είναι εκείνος που θα ολοκληρώσει την όλη εκμετάλλευση.

Κι αν τελικά ήταν μεγάλο δώρο αυτό το γεφύρι για τους ανθρώπους στο χωριό!; Θα τους το στερούσε;

Η πόλη όμως τον είχε μαγέψει! Αυτό το υπέροχο χάος χωρίς γκρεμούς, χωρίς καμιά μιζέρια, με ποικίλους ανθρώπους... Θα μπορούσε ποτέ να βρεθεί για αυτόν μία άλλη τέτοια ευκαιρία;

Φαντάσου όμως, να τον βρίσκανε στην πόλη κάποιοι συγχωριανοί του. Πώς θα τους αντίκριζε; Τί φρίκη που του προκαλούσε η προδοσία! Αλλά και τι μέθη που του προκαλούσαν τα όνειρά του. Όχι, δεν θα τους πρόδιδε. Θα έκανε αυτά που σχεδίαζε και αν έπιαναν, που σίγουρα θα έπιαναν, θα έστελνε, ανωνύμως, μάστορες στο χωριό να φτιάξουν το γεφύρι. Μόνο τη ζωή του ήθελε να φτιάξει, δεν ήθελε να στερήσει τίποτα από κανέναν.

Αυτό θα έκανε!

Με κείνα και με τούτα έφτασε και πάλι η νύχτα. Έδεσε τον γάιδαρο στον κορμό ενός δέντρου και πλάγιασε στις ρίζες του. Όντας πιο χαλαρός από ότι το προηγούμενο βράδυ, αφού η περιοχή που βρισκόταν τώρα ήταν λιγότερο επικίνδυνη, ο ύπνος τον πήρε πιο βαθιά. Αέρας δεν φύσαγε πολύς, για να τον αναστατώνει και το γαϊδούρι δεν χλιμίντρισε καθόλου καθ’ όλη τη διάρκεια της νύχτας… Ίσως αυτό να οφειλόταν και στο ότι δεν το είχε δέσει και πολύ σφιχτά.

Το ξημέρωμα τον βρήκε να ουρλιάζει. Αντήχησε η κραυγή του στους βράχους και σαν έντομο που το εγκλωβίζεις με τις παλάμες σου, έτρεχε πέρα-δώθε στο ξέφωτο των γκρεμών. «Πού είναι το γαϊδούρι;! Μού το έκλεψαν! Πώς δεν το πήρα χαμπάρι;!» Μόλις του έφυγε το πρώτο κύμα απόγνωσης, συνειδητοποίησε πως ποτέ κανένας ληστής δεν θα έκλεβε το ίδιο το γαϊδούρι. Το γαϊδούρι θα τους καθυστερούσε! Στη ζώνη του υπήρχε ακόμα το μαχαίρι, πράγμα περίεργο, γιατί οι ληστές πάντα βουτάνε το οποιοδήποτε όπλο. Κάτι δεν του πήγαινε και πολύ καλά μέσα στη σύγχυσή του. Άρχισε να περπατάει. Πήρε πάλι το μονοπάτι και ξεκίνησε τις δύσκολες αναβάσεις. Έπρεπε κάπου να φτάσει! Στο επόμενο χωριό; Κάπου! Και κάποια στιγμή, στη κορυφή ενός απέναντι ψηλότερου γκρεμού βλέπει το γαϊδούρι επιβλητικό, μόνο του με τα καλάθια. Φαινόταν σαν να βρισκόταν στο ίδιο ύψος με τον ήλιο. Για την ακρίβεια, σαν να είχε ο ήλιος αγγίξει τη ράχη του, όπως θα άγγιζε ένας αετός τον ώμο ενός γενναίου πολεμιστή. Το γαϊδούρι φάνηκε να τον είδε και κάπως υψηλότερα όπως βρισκόταν από τον αφέντη του τού χάρισε ένα περιφρονητικό βλέμμα και συνέχισε να περπατάει. «Με πρόδωσες!» ψέλλισε ο άνθρωπος. «Μου έκλεψες τα απαραίτητά μου, για να φτιάξεις την δική σου ζωή; Σε τάιζα, σε ζέσταινα και αυτό είναι το ευχαριστώ; Να με κλέψεις και να φύγεις;» Ήτανε μακριά και όσο και αν προσπάθησε να το φτάσει δεν τα κατάφερε. Το γαϊδούρι κέρδιζε χρόνο και χανόταν σε στενά που δεν υπήρχαν μονοπάτια. Ήταν ελεύθερο πια «να φτιάξει τη ζωή του» με τον πλούτο που μετέφερε.

Όσο για τον αφέντη του, αποφάσισε να μείνει στον δρόμο, να απορροφηθεί από τους βράχους. Στο χωριό δεν ήθελε να γυρίσει. Δεν μπορούσε να γυρίσει σε ένα χωριό που είχε πάρει απόφαση να προδώσει. Εκεί είναι απαραίτητη η καθαρή συνείδηση και αυτός την είχε χάσει. Να εγκλωβιστεί, όμως σε κάποιο ξένο χωριό, ούτε και αυτό θα το άντεχε. Η πόλη πάλι, απαιτούσε πλούτο ή εργατικότητα. Τον πλούτο τον είχε χάσει και ενώ ήταν εργατικός, ήταν και αρκετά περήφανος, για να δουλέψει ως εργάτης. Του είχε μείνει μόνο ένα μαχαίρι στη ζώνη. Και μονάχα αυτό του ήταν απαραίτητο, για να επιβιώσει σε εκείνους τους γκρεμούς. Με αυτό έκοβε χόρτα, ξύλα, κάποια λίγα φρούτα… Με αυτό λήστευε και κανέναν διαβάτη… Αν και θα μπορούσε να έχει μαζέψει από τις ληστείες του χρήματα και να πραγματοποιήσει κάποιες από τις παλιές του επιθυμίες, ήταν πολύ ηθικός για να το κάνει. Μόνο τα απαραίτητα έκλεβε, γιατί με τον καιρό μετατράπηκε σε έναν ασκητή-ληστή, που είχε απαρνηθεί τις κοινωνίες και τα δώρα τους.

Ήταν ένας άνθρωπος που έζησε το υπόλοιπο της ζωής του στη διαδρομή. Χαμένος και άγνωστος.

Ίσως να είχε τρελαθεί, γιατί μάρτυρες μιλάνε για έναν αγριάνθρωπο που τραγουδάει και φωνάζει απευθυνόμενος στα βράχια, που ψάχνει ένα γαϊδούρι, γιατί λέει πως τον έκλεψε και κάποιοι λένε, πως τους ρωτάει αν είναι μάστορες, για να φτιάξουν ένα γεφύρι στη πατρίδα του και να προσέξουν γιατί μπορεί να τους στοιχειώσει το φάντασμα ενός ερωτευμένου ταξιδιώτη…